ΝΟΜΟΣ: 4155/2013
ΦΕΚ: Α 120/29.05.2013.
ΤΙΤΛΟΣ: ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΜΠΟΡΙΟ ΑΡΘΡΟ 39: ΑΠΟΜΙΜΗΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Το άρθρο 11 του ν. 3377/2005 (Α' 202) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α' 265), τα κάθε είδους εμπορεύματα, τα οποία διακινούνται στην αγορά με οποιονδήποτε τρόπο και τα οποία είτε είναι πειρατικά είτε συνιστούν παράνομη παραποίηση ή απομίμηση προϊόντων είτε κυκλοφορούν κατά παράβαση της κείμενης φορολογικής νομοθεσίας είτε αυτός που τα διαθέτει δεν κατέχει την απαιτούμενη άδεια ή τα νόμιμα παραστατικά, κατάσχονται και καταστρέφονται με κάθε πρόσφορο τρόπο με την επιφύλαξη της παραγράφου 5. Ως πειρατικό προϊόν ή προϊόν παράνομης παραποίησης ή απομίμησης νοείται εκείνο, το οποίο παραβιάζει δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις των εδαφίων α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού 1383/2003/ΕΚ.
2. Η κατάσχεση και καταστροφή των προϊόντων επιβάλλεται από τα Κλιμάκια Ελέγχου Λαϊκών Αγορών και Υπαιθρίου Εμπορίου του άρθρου 7α του ν. 2323/1995 (Α' 145) ή από την Ελληνική Αστυνομία, τη Δημοτική Αστυνομία, το ΣΔΟΕ ή/και το Λιμενικό Σώμα. Για την εφαρμογή του παρόντος παρέχεται η συνδρομή της ΕΛ.ΑΣ. σύμφωνα με τα άρθρα 159-162 του π.δ. 141/1991 (Α'58) ή του Λ.Σ. στο χώρο ευθύνης του, όπου αυτή κρίνεται απαραίτητη.
3. Τα όργανα που προβαίνουν στις κατασχέσεις των προϊόντων της παραγράφου 1 είτε υπαίθριου εμπορίου, είτε εντός αποθηκευτικών εν γένει χώρων, στεγασμένων ή μη, περιλαμβανομένων και αυτοκινούμενων μέσων, είτε χώρων στεγασμένου εμπορίου, συντάσσουν πρωτόκολλο κατάσχεσης, το οποίο περιλαμβάνει τα πλήρη στοιχεία του ελεγχόμενου, τον αριθμό του Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας ή Διαβατηρίου αυτού, καθώς και το Α.Φ.Μ., εφόσον αυτά παρέχονται, τον τόπο, το χρόνο και τα είδη που κατάσχονται σε συνοπτική περιγραφή κατ' είδος και δικαιούχο, καθώς και την αιτία της κατάσχεσης. Το πρωτόκολλο κατάσχεσης υπογράφεται από τα ελεγκτικά όργανα και από τον κάτοχο ή κύριο των εμπορευμάτων και αντίγραφο αυτού δικαιούται να λάβει ο ελεγχόμενος, ενώ το πρωτότυπο διαβιβάζεται στην προϊσταμένη κατά περίπτωση Αρχή.
4. Η καταστροφή των εμπορευμάτων γίνεται άμεσα και επί τόπου με κάθε πρόσφορο μέσο, περιλαμβανομένης της ρίψης εντός απορριμματοφόρου ή με την καταστροφή της εμπορικής αξίας του προϊόντος με ανεξίτηλο χρωματισμό (σπρέι). Κατ' εξαίρεση και εφόσον η επιτόπια καταστροφή δεν είναι τεχνικά δυνατή, τα παράνομα προϊόντα συσκευάζονται σε σάκους, μεταφέρονται σε αποθηκευτικούς χώρους και καταστρέφονται αμελλητί. Τα παράγωγα προϊόντα της καταστροφής δύναται να διατίθενται για ανακύκλωση.
5. Αν κατά τη διαδικασία της κατάσχεσης το μόνο ελλείπον είναι η κατοχή της άδειας ή των νομίμων παραστατικών και γίνει επίκληση ύπαρξης αυτών και εάν αυτό δεν μπορεί να πιστοποιηθεί υπηρεσιακά κατά το χρόνο του ελέγχου, παρέχεται στον ενδιαφερόμενο τριήμερη προθεσμία προσκόμισης των νομίμων εγγράφων στην αρμόδια για την κατάσχεση Αρχή, τα δε κατασχεθέντα προϊόντα τίθενται σε μεσεγγύηση του κατόχου και καταστρέφονται μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής.
6. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου τα ελεγκτικά όργανα της παραγράφου 2 έχουν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του ΣΔΟΕ.
7. Ειδικά για τα εμπορεύματα που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους, για τα οποία υπάρχει υπόνοια παραβίασης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και για τα οποία ο κύριος ή κάτοχός τους αντιτίθεται
εγγράφως, κατά την ώρα του ελέγχου, στην άμεση καταστροφή τους, συσκευάζονται, σφραγίζονται και κατάσχονται από την αρμόδια Αρχή στα χέρια του κατόχου αυτών, ο οποίος ορίζεται μεσεγγυούχος.
Στη συνέχεια, ανεξαρτήτως υποβολής ή μη αντιρρήσεων, η αρμόδια Αρχή συντάσσει πρωτόκολλο κατάσχεσης με πλήρη καταγραφή των κατασχεθέντων εμπορευμάτων κατ' είδος και δικαιούχο, το οποίο επιδίδει στον κάτοχο, ενώ ταυτόχρονα κοινοποιείται στον εκάστοτε πληρεξούσιο ή αντίκλητο του δικαιούχου μαζί με ληφθέν δείγμα των κατασχεθέντων εμπορευμάτων, ο οποίος υποχρεούται εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης του πρωτοκόλλου να υποβάλει πόρισμα περί της παραβίασης ή μη των δικαιωμάτων του διανοητικής ιδιοκτησίας.
Σε περίπτωση που το εν λόγω πόρισμα δεν υποβληθεί εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας ή αποφαίνεται περί μη παραβίασης των δικαιωμάτων του δικαιούχου αίρεται η κατάσχεση.
Σε περίπτωση που το εν λόγω πόρισμα αποφαίνεται περί της παραβίασης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, κοινοποιείται στον κάτοχο και, εφόσον αυτός δεν προβάλει αντιρρήσεις εντός τριών (3) ημερών, τα κατασχεθέντα εμπορεύματα καταστρέφονται με μέριμνα της αρμόδιας Αρχής με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου. Τα έξοδα καταστροφής αναλαμβάνονται από τον εκάστοτε δικαιούχο και μόνο για τα κατασχεθέντα εμπορεύματα που του αναλογούν σύμφωνα με το πρωτόκολλο κατάσχεσης.
Σε περίπτωση υποβολής εγγράφων αντιρρήσεων από τον κάτοχο των εμπορευμάτων, η υπηρεσία αμελλητί γνωστοποιεί τούτο στον δικαιούχο και του παρέχει προθεσμία δέκα (10) ημερών για να ασκήσει τα κατά νόμο δικαιώματά του. Εάν μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν γνωστοποιηθεί στην υπηρεσία το αποτέλεσμα της ενέργειας του σηματούχου, αίρεται η προσωρινή κατάσχεση.
8. Ως δικαιούχος νοείται: α) ο δικαιούχος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας ή συγγενικού δικαιώματος, σχεδίου ή υποδείγματος, διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας, δικαιώματος δημιουργού νέας φυτικής ποικιλίας, προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως, προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης και, γενικότερα, οποιουδήποτε από τα δικαιώματα που αναγράφονται στην παράγραφο 1, ή β) κάθε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο στοιχείο α' ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου ή εξουσιοδοτημένος χρήστης.
Ως πληρεξούσιος ή αντίκλητος του δικαιούχου νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο ορίζεται ως διοικητικός υπεύθυνος σύμφωνα με την Κοινοτική ή Εθνική αίτηση Τελωνειακής Παρέμβασης του δικαιούχου, όπως αυτή έχει κατατεθεί κατά τον Κανονισμό 1383/2003/ΕΚ στις Αρμόδιες Αρχές.
9. Οι Τελωνειακές Αρχές δύναται να προβαίνουν σε δέσμευση εμπορευμάτων τα οποία διακινούνται με αυτοκινούμενα μέσα ή διατίθενται στο υπαίθριο εμπόριο ή βρίσκονται εντός αποθηκευτικών εν γένει χώρων, στεγασμένων ή μη, ή βρίσκονται σε χώρους στεγασμένου εμπορίου, τα οποία είναι ύποπτα ότι συνιστούν εμπορεύματα παραποίησης/απομίμησης ή πειρατικά και για τα οποία έχει υποβληθεί ή υποβάλλεται, η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 1383/2003/ΕΚ, αίτηση παρέμβασης του δικαιούχου δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Για τη δέσμευση των εμπορευμάτων, την κοινοποίηση της δέσμευσης αυτής στον δικαιούχο των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και τον κάτοχο ή κύριο των εμπορευμάτων, την καταστροφή τους, τα έξοδα καταστροφής τους και την αποδέσμευσή τους, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του Κανονισμού 1383/2003/ΕΚ.
10. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή του παρόντος και κάθε σχετική λεπτομέρεια.»
ΑΡΘΡΟ 40: ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΕΜΠΟΡΙΟΥ (ΣΥΚΑΠ)
1. Στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων συνιστάται συλλογικό όργανο με την ονομασία Συντονιστικό Κέντρο για την Αντιμετώπιση του Παρεμπορίου (ΣΥΚΑΠ).
2. Σκοπός του ΣΥΚΑΠ είναι να συντονίζει και να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση φαινομένων παράνομου εμπορίου και ενδεικτικά διακίνησης στην αγορά κάθε είδους εμπορευμάτων, τα οποία κυκλοφορούν κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών, διακινούνται στην αγορά χωρίς τα νόμιμα παραστατικά, διατίθενται χωρίς την απαιτούμενη άδεια, συνιστούν παράνομη απομίμηση προϊόντων ή διακινούνται κατά παράβαση των σχετικών με την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας διατάξεων της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄ 265).
3. Η αρμοδιότητα του ΣΥΚΑΠ εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια.
4. Αρμοδιότητες του ΣΥΚΑΠ είναι: α) Ο συντονισμός των ενεργειών των αρμοδίων αρχών για την πάταξη του παραεμπορίου, ιδίως δε του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), των Τελωνείων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος, της Δημοτικής Αστυνομίας και των Κλιμακίων Ελέγχου Λαϊκών Αγορών και Υπαιθρίου Εμπορίου των Περιφερειών (ΚΕΛΑΥΕ). Τα ανωτέρω δημόσια όργανα οφείλουν να συνεργάζονται με το Κέντρο και να παρέχουν σε αυτό κάθε αναγκαία πληροφορία. β) Η οργάνωση, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και φορείς, σχεδίων δράσεων σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.
γ) Η διαχείριση καταγγελιών και πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση του με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. δ) Η πραγματοποίηση συσκέψεων συντονισμού με εκπροσώπους φορέων της κεντρικής διοίκησης, των περιφερειακών και τοπικών αρχών ή άλλων φορέων, όπως ενδεικτικά της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕΕ), της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) και της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ).
5. Το ΣΥΚΑΠ συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Με όμοια απόφαση ορίζεται ως Εκτελεστικός Υπεύθυνος του ΣΥΚΑΠ στέλεχος του δημόσιου τομέα, εν ενεργεία ή μη, με επιχειρησιακή εμπειρία στην οργάνωση, το συντονισμό και την εκτέλεση ευρείας κλίμακας επιχειρήσεων ελέγχου. Με την ίδια απόφαση δύναται να καθορίζεται, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις και εφόσον το επιλεγέν πρόσωπο δεν είναι στέλεχος εν ενεργεία του δημόσιου τομέα, μηνιαία αμοιβή του ίση, κατ’ ανώτατο όριο, με το 60% των εκάστοτε μηνιαίων αποδοχών Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.
6. Το ΣΥΚΑΠ αποτελείται από: α) Τον Γενικό Γραμματέα Εμπορίου ως Πρόεδρο. Τον Πρόεδρο, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, αναπληρώνει ο Εκτελεστικός Υπεύθυνος του ΣΥΚΑΠ. β) Τον Εκτελεστικό Υπεύθυνο. γ) Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. δ) Έναν εκπρόσωπο της Ελληνικής Αστυνομίας. ε) Έναν εκπρόσωπο του Λιμενικού Σώματος. στ) Έναν εκπρόσωπο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. ζ) Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών. η) Έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ). θ) Έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Περιφερειών (ΕΝΠΕ). Τα μέλη του ΣΥΚΑΠ με τους αναπληρωτές τους υποδεικνύονται, κατόπιν πρόσκλησης του εποπτεύοντος Υπουργού, για μεν την περίπτωση γ΄ από τον Γενικό Γραμματέα Καταναλωτή, για δε τις περιπτώσεις δ΄ έως και θ΄ από τους αντίστοιχους φορείς.
7. Η θητεία των μελών του ΣΥΚΑΠ είναι διετής και δύναται να ανανεωθεί για άλλη μια διετία. Το ΣΥΚΑΠ υποστηρίζεται γραμματειακά και διοικητικά από τη Διεύθυνση Διοικητικού και οικονομικά από τη Διεύθυνση
Οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. Με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού μπορεί να αυξάνεται ο αριθμός των μελών του ΣΥΚΑΠ και να συμμετέχουν εκπρόσωποι και από άλλους φορείς του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982.
8. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του ΣΥΚΑΠ, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
2